προσαυτουργῆσαι

προσαυτουργῆσαι
προσαυτουργέω
make with one's own hands besides
aor inf act

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσαυτουργώ — έω, Α κάνω κάτι επί πλέον με τα ίδια μου τα χέρια («τοῡ καινόν τι προσαυτουργῆσαι», Θεμίστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + αὐτουργῶ «κάνω κάτι ιδιοχείρως»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”